μεταγωγικός

μεταγωγικός
η , ό[ν] транспортный, перевозочный;

μεταγωγικό σώμα — или μεταγωγική υπηρεσία στρατού — воен, служба транспорта


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μεταγωγικός" в других словарях:

  • μεταγωγικός — ή, ό (Μ μεταγωγικός, ή, όν) [μεταγωγή] ο ικανός ή κατάλληλος να μεταφέρει, μεταφορικός («μεταγωγικό σώμα») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικό μεταφορικό μέσο, κυρίως τού στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγικός — ή, ό κατάλληλος για μεταγωγή: Μεταγωγικό σώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταγωγικό — το βλ. μεταγωγικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»